- εκνέφελος
- ἐκνέφελος, -ον (Α)αυτός που φανερώνεται μέσα από τα σύννεφα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκνέφελος — bursting forth from clouds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
ԱՄՊԱՅԻՆ — (յնոյ, ոց.) NBH 1 0074 Chronological Sequence: 6c ա. ἑκνεφίος, ἑκνέφελος e nube proveniens, prorumpens Սեպհական ամպոյ. յամպոյ յառաջ եկեալ. *Հողմք, որ ʼի պատառմանէ ամպոյ՝ ʼի վերլուծութեանն թանձրութենէ յինքեանս յաւելուն, ամպայինս լինին կոչեցեալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)